χρυσοστέφανος

χρυσοστέφανος
χρῡσοστέφανος , χρυσοστέφανος
gold-crowned
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοστέφανος — η, ο / χρυσοστέφανος, ον, ΝΜΑ, και χρυσεοστέφανος, ον, Α στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσοστέφανος το φωτοστέφανο τών αγίων στις εικόνες αρχ. (για αγώνες) αυτός κατά τον οποίο δίνεται χρυσό στεφάνι… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοστέφανος — η, ο 1. ο στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι. 2. το αρσ. ως ουσ., χρυσοστέφανος το χρυσό στεφάνι που περιβάλλει τις κεφαλές των αγίων στις εικόνες. 3. φρ., «ο χρυσοστέφανος της δόξας», το φωτεινό στεφάνι που κατά κάποιον τρόπο περιβάλλει τις κεφαλές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοστέφαν' — χρῡσοστέφανα , χρυσοστέφανος gold crowned neut nom/voc/acc pl χρῡσοστέφανε , χρυσοστέφανος gold crowned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοστέφανον — χρῡσοστέφανον , χρυσοστέφανος gold crowned masc/fem acc sg χρῡσοστέφανον , χρυσοστέφανος gold crowned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοστέπτωρ — ορός, ὁ, ἡ, Α ο χρυσοστέφανος («χρυσοστέπτορας ἄνδρας», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στέπτωρ (< στέφω) + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοστεφάνωτος — η, ο, Ν χρυσοστέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στεφανώνω (πρβλ. δαφνο στεφάνωτος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοστεφανωμένος — η, ο, Ν χρυσοστέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στεφανωμένος (< στεφανώνω)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοστεφάνωτος — η, ο βλ. χρυσοστέφανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοστεφάνοιο — χρῡσοστεφάνοιο , χρυσοστέφανος gold crowned masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”